τσερότο
Смотреть что такое "τσερότο" в других словарях:
τσερότο — το, Ν βλ. τσιρότο … Dictionary of Greek
τσιρότο — και τσιρώτο και τσηρώτο και τσερότο, το, Ν 1. είδος λεπτού εμπλάστρου με επίστρωμα κεριού 2. λευκοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerotto < κηρωτόν < κηρός] … Dictionary of Greek
τσιρότο — τσιρότο, το και τσερότο, το (λ. ιταλ.), έμπλαστρο με επίστρωμα από κερί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)